καταπίνω τη γλώσσα μου
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
καταπίνω τη γλώσσα μου
- σταματάω να μιλάω από ντροπή, μετανιώνω που μίλησα ή που μίλησα για κακό που τελικά πραγματοποιήθηκε
- ↪ Τι το 'θελα και μίλησα, γιατί τον κακομελέτησα; Δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! Δεν το ήξερα ότι ο άνθρωπος είναι στο νοσοκομείο.
Συνώνυμα
- τρώω τη γλώσσα μου
- δαγκώνω τη γλώσσα μου
- δάγκασ' τη γλώσσα σου!
Πηγές
- γλώσσα pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'γλώσσα'.
- καταπίνω τη γλώσσα μου - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.
- καταπίνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.