πεισματικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πεισματικά < πεισματικός

Επίρρημα

πεισματικά

  1. όταν κάτι γίνεται από πείσμα, από γινάτι
    Είμαστε φίλοι από φαντάροι κι επειδή μια φορά στα 30 χρόνια ξέχασα να του ευχηθώ για τη γιορτή του, το πήρε πεισματικά και μου έκοψε την "καλημέρα"!

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πεισματικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.