πέσο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πέσο < (άμεσο δάνειο) ισπανική peso

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpe.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέσο
ομόηχο: πέσω

Ουσιαστικό

πέσο ουδέτερο άκλιτο

  • ονομασία νομίσματος διάφορων χωρών
      H Koύβα θα προχωρήσει στην πρώτη υποτίμηση του πέσο από την επανάσταση του 1959 και στην κατάργηση του συστήματος των δύο νομισμάτων καθώς η κομμουνιστική κυβέρνηση της χώρας είναι αντιμέτωπη με τη χειρότερη κρίση μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
    H Κούβα ανακοίνωσε την πρώτη υποτίμηση του πέσο από το 1959, Το Βήμα, 14 Δεκεμβρίου 2020

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πέσο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.