πέρδιξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
περδῑκ- στον Αρχίλοχο: περδῐκ-
ονομαστική / πέρδιξ οἱ/αἱ πέρδικες
      γενική τοῦ/τῆς πέρδικος τῶν περδίκων
      δοτική τῷ/τῇ πέρδικ τοῖς/ταῖς πέρδιξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πέρδικ τοὺς/τὰς πέρδικᾰς
     κλητική ! πέρδιξ πέρδικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πέρδικε
γεν-δοτ τοῖν  περδίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέρδιξ, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αρχίλοχο < αβέβαιης ετυμολογίας. Παραδοσιακά συνδέθηκε με το πέρδομαι από την ομοιότητα του ήχου στο πέταγμά της. Κατά τον Beekes, προέλευσης από την προελληνική .[1]

Ουσιαστικό

πέρδιξ, -ικος αρσενικό ή θηλυκό

  • (πτηνό) η πέρδικα
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 9, 41 (9.41-42-43), όπως στο Απόσπασμα 126 του Αρχίλοχου @perseus.tufts.edu
    Πέρδιξ. τούτων πολλοὶ μὲν μέμνηνται, ὡς καὶ Ἀριστοφάνης, τοῦ δὲ ὀνόματος αὐτῶν ἔνιοι συστέλλουσι τὴν μέσην συλλαβήν, ὡς Ἀρχίλοχος:
          πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα.
    ΣτΕ: μερικοί συστέλλουν τη μεσαία συλλαβή, με βράχυνση του ῐκ-

  • κρητικός τύπος: πήριξ (στον Ησύχιο)

Παράγωγα

παράγωγα & σύνθετα

  • ἀττικοπέρδιξ
  • διαπερδικίζω
  • διεκπερδικίζω
  • ἐκπερδικίζω
  • περδίκειος
  • περδικιάς
  • περδικιδεύς
  • περδικικός
  • περδίκιον
  • περδίκιος
  • περδικίτης
  • περδικοθήρας
  • περδικοτροφεῖον
  • περδικοτρόφος
  • Πέρδιξ
  • συροπέρδιξ

Αναφορές

  1. πέρδιξ σελ. 1175 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.