πάσσαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πασσᾱκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | πάσσαξ | οἱ | πάσσακες | |
| γενική | τοῦ | πάσσακος | τῶν | πασσάκων | |
| δοτική | τῷ | πάσσακῐ | τοῖς | πάσσαξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | πάσσακᾰ | τοὺς | πάσσακᾰς | |
| κλητική ὦ! | πάσσαξ | πάσσακες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάσσακε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πασσάκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- πάσσαξ < πάσσ(αλος) + -αξ
Ουσιαστικό
πάσσαξ, -ακος αρσενικό, (μεγαρικός τύπος του πάσσαλος)
- πάσσαλος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 763
- πάσσακι τὰς ἄγλιθας ἐξορύσσετε.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 763
Πηγές
- πάσσαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάσσαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.