ουδέποτε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ουδέποτε < αρχαία ελληνική οὐδέποτε

Επίρρημα

ουδέποτε

  • (λόγιο) ποτέ
    ουδέποτε είπα κάτι τέτοιο

Σημειώσεις

Στις προτάσεις στις οποίες χρησιμοποιείται το ουδέποτε, δεν χρησιμοποιείται το αρνητικό μόριο δεν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.