ουγκαριτικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ουγκαριτικά
      γενική των ουγκαριτικών
    αιτιατική τα ουγκαριτικά
     κλητική ουγκαριτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ουγκαριτικά ουδέτερο πληθυντικός

  • (γλώσσα) η ουγκαριτική γλώσσα: σημιτική γλώσσα του 14ου έως 12ο αιώνα πΚΕ της πόλης Ουγκαρίτ (στη βόρεια Συρία). Γράφεται με το ουγκαριτικό αλφάβητο. Ουγκαριτικά κείμενα ανακαλύφθηκαν το 1929.

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ουγκαριτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.