ορθοφρονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορθοφρονώ < μεσαιωνική ελληνική ορθοφρονώ < αρχαία ελληνική ὀρθόφρων < ὀρθός + φρονέω < φρήν
Συγγενικά
- ορθοφροσύνη
- → δείτε τις λέξεις ορθός και φρονώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ορθοφρονώ | ορθοφρονούσα | θα ορθοφρονώ | να ορθοφρονώ | ορθοφρονώντας | |
| β' ενικ. | ορθοφρονείς | ορθοφρονούσες | θα ορθοφρονείς | να ορθοφρονείς | (ορθοφρόνει) | |
| γ' ενικ. | ορθοφρονεί | ορθοφρονούσε | θα ορθοφρονεί | να ορθοφρονεί | ||
| α' πληθ. | ορθοφρονούμε | ορθοφρονούσαμε | θα ορθοφρονούμε | να ορθοφρονούμε | ||
| β' πληθ. | ορθοφρονείτε | ορθοφρονούσατε | θα ορθοφρονείτε | να ορθοφρονείτε | ορθοφρονείτε | |
| γ' πληθ. | ορθοφρονούν(ε) | ορθοφρονούσαν(ε) | θα ορθοφρονούν(ε) | να ορθοφρονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ορθοφρόνησα | θα ορθοφρονήσω | να ορθοφρονήσω | ορθοφρονήσει | ||
| β' ενικ. | ορθοφρόνησες | θα ορθοφρονήσεις | να ορθοφρονήσεις | ορθοφρόνησε | ||
| γ' ενικ. | ορθοφρόνησε | θα ορθοφρονήσει | να ορθοφρονήσει | |||
| α' πληθ. | ορθοφρονήσαμε | θα ορθοφρονήσουμε | να ορθοφρονήσουμε | |||
| β' πληθ. | ορθοφρονήσατε | θα ορθοφρονήσετε | να ορθοφρονήσετε | ορθοφρονήστε | ||
| γ' πληθ. | ορθοφρόνησαν ορθοφρονήσαν(ε) |
θα ορθοφρονήσουν(ε) | να ορθοφρονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ορθοφρονήσει | είχα ορθοφρονήσει | θα έχω ορθοφρονήσει | να έχω ορθοφρονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ορθοφρονήσει | είχες ορθοφρονήσει | θα έχεις ορθοφρονήσει | να έχεις ορθοφρονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ορθοφρονήσει | είχε ορθοφρονήσει | θα έχει ορθοφρονήσει | να έχει ορθοφρονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ορθοφρονήσει | είχαμε ορθοφρονήσει | θα έχουμε ορθοφρονήσει | να έχουμε ορθοφρονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ορθοφρονήσει | είχατε ορθοφρονήσει | θα έχετε ορθοφρονήσει | να έχετε ορθοφρονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ορθοφρονήσει | είχαν ορθοφρονήσει | θα έχουν ορθοφρονήσει | να έχουν ορθοφρονήσει |
| |
Μεταφράσεις
ορθοφρονώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.