οπότε
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
οπότε
<
αρχαία ελληνική
ὁπότε
Σύνδεσμος
οπότε
(
χρονικός και συμπερασματικός
) και
άρα
, και
επομένως
↪
Δουλεύω αύριο,
οπότε
δεν μπορώ να έρθω.
(
με
και
)
τότε
, σε εκείνο το χρονικό διάστημα
↪
Το τάγμα αναπτύχθηκε κατά τον 8ο αι.,
οπότε
και κτίσθηκε ένας νέος ναός.
Ταυτόσημο
οπόταν
Μεταφράσεις
οπότε
αγγλικά
:
so
(en)
εσθονικά
:
niisiis
(et)
,
seega
(et)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.