τότε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τότε < αρχαία ελληνική τότε
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈto.te/
Επίρρημα
τότε
Συγγενικά
- τότενες
- τότες
Μεταφράσεις
χρονικό
επεξηγηματικό
|
|
Επίθετο
τότε άκλιτο
- εκείνης της περιόδου
- οι τότε άρχοντες του νησιού δεν αντέδρασαν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τότε < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
τότε
- σε αυτήν την περίπτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.