οπισθοχωρητικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οπισθοχωρητικά < οπισθοχωρητικός + -ά < οπισθοχωρώ + -τικός
Συγγενικά
- οπισθοχωρητικός
- → δείτε τις λέξεις οπισθοχωρώ, όπισθεν και χωρώ
Μεταφράσεις
οπισθοχωρητικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
οπισθοχωρητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οπισθοχωρητικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.