οξειδώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

οξειδώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οξειδώνω
  2. θα οξειδώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οξειδώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

οξειδώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οξείδωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.