ολοπρόθυμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ολοπρόθυμα < μεσαιωνική ελληνική ολοπρόθυμα < ολοπρόθυμ(ος) + -α
Συγγενικά
- ολοπρόθυμος
- → δείτε τις λέξεις όλος, πρόθυμος, προ και θυμός
Μεταφράσεις
ολοπρόθυμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.