ολίγα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈli.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λί‐γα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ολίγα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ολίγο) του ολίγος
- ὀλίγα (παλιότερη γραφή και αρχαία ελληνικά)
- λίγα (κοινή νεοελληνική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.