οκέι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οκέι < (άμεσο δάνειο) αγγλική OK, συντομογραφία του oll korrect, παραλλαγή του all correct, που πρωτοεμφανίστηκε στο έντυπο The Boston Morning Post στις 23 Μαρτίου 1839

Ουσιαστικό

οκέι ουδέτερο άκλιτο

Επιφώνημα

οκέι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.