οικοκυρική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η οικοκυρική
      γενική της οικοκυρικής
    αιτιατική την οικοκυρική
     κλητική οικοκυρική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικοκυρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οικοκυρικός

Ουσιαστικό

οικοκυρική θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.