οδοιπορικώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οδοιπορικώς < οδοιπορικός
Εκφράσεις
- οδοιπορικώς, μαρς!: στρατιωτικό παράγγελμα, για να βαδίσει μια φάλαγγα με χαλαρό, μη στρατιωτικό βηματισμό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οδοιπορικώς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.