ξηροκάρπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξηροκάρπι τα ξηροκάρπια
      γενική
    αιτιατική το ξηροκάρπι τα ξηροκάρπια
     κλητική ξηροκάρπι ξηροκάρπια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξηροκάρπι < ξηροί καρποί

Ουσιαστικό

ξηροκάρπι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.