ξεφορμάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφορμάρισμα τα ξεφορμαρίσματα
      γενική του ξεφορμαρίσματος των ξεφορμαρισμάτων
    αιτιατική το ξεφορμάρισμα τα ξεφορμαρίσματα
     κλητική ξεφορμάρισμα ξεφορμαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεφορμάρισμα < ξεφορμάρω

Ουσιαστικό

ξεφορμάρισμα ουδέτερο

  • η απώλεια του αρχικού σχήματος ή φόρμας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.