ξεναπάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ξενπᾰπᾰτα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ξεναπάτης | οἱ | ξεναπάται | |
| γενική | τοῦ | ξεναπάτου | τῶν | ξεναπατῶν | |
| δοτική | τῷ | ξεναπάτῃ | τοῖς | ξεναπάταις | |
| αιτιατική | τὸν | ξεναπάτην | τοὺς | ξεναπάτᾱς | |
| κλητική ὦ! | ξεναπάτᾰ | ξεναπάται | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξεναπάτᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ξεναπάταιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
ξεναπάτης [ξενπᾰπᾰτης] αρσενικό και ξειναπάτης
Συγγενικά
Πηγές
- ξεναπάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξεναπάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.