ξεκωλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεκωλώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξεκωλώνω

  1. σταματάω να κωλώνω
  2. (χυδαίο) κάνω βίαιη σεξουαλική πρωκτική πράξη
  3. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) ταλαιπωρώ υπερβολικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξεκωλώνω < ξε- (επιτατικό) + κώλος

Ρήμα

ξεκωλώνω

  1. (χυδαίο) κάνω βίαιη σεξουαλική πρωκτική πράξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.