ξεκωλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεκωλώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ξεκωλώνω
- σταματάω να κωλώνω
- (χυδαίο) κάνω βίαιη σεξουαλική πρωκτική πράξη
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) ταλαιπωρώ υπερβολικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεκωλώνω | ξεκώλωνα | θα ξεκωλώνω | να ξεκωλώνω | ξεκωλώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεκωλώνεις | ξεκώλωνες | θα ξεκωλώνεις | να ξεκωλώνεις | ξεκώλωνε | |
| γ' ενικ. | ξεκωλώνει | ξεκώλωνε | θα ξεκωλώνει | να ξεκωλώνει | ||
| α' πληθ. | ξεκωλώνουμε | ξεκωλώναμε | θα ξεκωλώνουμε | να ξεκωλώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεκωλώνετε | ξεκωλώνατε | θα ξεκωλώνετε | να ξεκωλώνετε | ξεκωλώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεκωλώνουν(ε) | ξεκώλωναν ξεκωλώναν(ε) |
θα ξεκωλώνουν(ε) | να ξεκωλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεκώλωσα | θα ξεκωλώσω | να ξεκωλώσω | ξεκωλώσει | ||
| β' ενικ. | ξεκώλωσες | θα ξεκωλώσεις | να ξεκωλώσεις | ξεκώλωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεκώλωσε | θα ξεκωλώσει | να ξεκωλώσει | |||
| α' πληθ. | ξεκωλώσαμε | θα ξεκωλώσουμε | να ξεκωλώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεκωλώσατε | θα ξεκωλώσετε | να ξεκωλώσετε | ξεκωλώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεκώλωσαν ξεκωλώσαν(ε) |
θα ξεκωλώσουν(ε) | να ξεκωλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεκωλώσει | είχα ξεκωλώσει | θα έχω ξεκωλώσει | να έχω ξεκωλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεκωλώσει | είχες ξεκωλώσει | θα έχεις ξεκωλώσει | να έχεις ξεκωλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεκωλώσει | είχε ξεκωλώσει | θα έχει ξεκωλώσει | να έχει ξεκωλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεκωλώσει | είχαμε ξεκωλώσει | θα έχουμε ξεκωλώσει | να έχουμε ξεκωλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεκωλώσει | είχατε ξεκωλώσει | θα έχετε ξεκωλώσει | να έχετε ξεκωλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεκωλώσει | είχαν ξεκωλώσει | θα έχουν ξεκωλώσει | να έχουν ξεκωλώσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεκωλώνω
|
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ρήμα
ξεκωλώνω
- (χυδαίο) κάνω βίαιη σεξουαλική πρωκτική πράξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.