ξεβγαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεβγαίνω
- βγαίνω έξω
- Ό Αντρέας ξεβγήκε πρώτος άπ' τον κρυψώνα μέ τίς ιτιές. (Σπύρος Πλασκοβίτης)
- απαλάσσομαι από κάτι, συνήθως από μια υποχρέωση
- (μεταφορικά) ανεξαρτητοποιούμαι, χειραφετούμαι
- Τό μικροαστικό κορίτσι ξεβγήκε στήν αρχή πρός μιά κατεύθυνση, τή δασκαλωσύνη. Επειτα ὅμως μπηκε μὲ θάρρος καὶ στὸ Υπουργείο καὶ στὸ γραφείο καὶ στην Τράπεζα καὶ παντού ὅπου της ανοίγεται η πόρτα της τίμιας δουλειας. (Δημήτρης Γληνός)
- (σπάνιο) παίρνω κακό δρόμο, συνήθως αναφέρεται σε γυναίκες
- βγήκε στη ρούγα... ξεβγήκε
Μεταφράσεις
ξεβγαίνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.