ξαστοχώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ξαστοχώ
<
ξε-
+
αστοχώ
Ρήμα
ξαστοχώ
,
πρτ
.
:
ξαστοχούσα
,
στ.μέλλ
.
: θα
ξαστοχήσω
,
αόρ
.
:
ξαστόχησα
ξεχνώ
χάνω
τον
στόχο
μου, κάνω
λάθος
,
αποτυγχάνω
σε μια ενέργεια
ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης // το ριζικό μου ενός ανθρώπου που
ξαστόχησε
(Γ. Σεφέρης, «Ελένη»)
Μεταφράσεις
ξαστοχώ
ιταλικά
:
fallire il bersaglio
(it)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.