de facto
Αγγλικά (en)
Έκφραση
- στην πραγματικότητα
- κατ' ουσίαν, πρακτικά
- (μεταφορικά) για άτομο που συμβιώνει χωρίς γάμο με το ταίρι του (για σοβαρή σχέση συνήθως)
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- de facto < de + facto
Έκφραση
de facto
- έχει χρήση τροπικού επιρρήματος και πήγασε από τη νομική ορολογία για να δείξει κάτι που επιβάλλεται στην πράξη, αλλά δεν είναι απαραίτητα και δίκαιο ή ορθό ή επίσημο. Συχνά αντιδιαστέλλεται προς την επίσης λατινικής προέλευσης φράση "de jure", που σημαίνει εκείνο που απορρέει εκ του νόμου και είναι το επίσημο ή θεωρητικά ορθό.
- η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε de facto αλλά, αν δεν αναγνωρισθεί από μερικές ακόμα χώρες de jure, δεν μπορεί να ενταχθεί στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.