ντίλερ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈdi.leɾ/
Ουσιαστικό
ντίλερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) ο μεταπωλητής, ο διακινητής εμπορικού προϊόντος εκτός καταστήματος
- (επάγγελμα) ο διακινητής ναρκωτικών ή άλλων παράνομων ουσιών ή προϊόντων
- (χαρτοπαίγνιο) ο κρουπιέρης, αυτός που μοιράζει τα φύλλα της τράπουλας ή συντονίζει το παιχνίδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.