νικηφόρα
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νικηφόρα θηλυκό και ουδέτερο του νικηφόρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του νικηφόρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νικηφόρο
Μεταφράσεις
νικηφόρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.