νικηφόρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νικηφόρα < νίκη + φέρω

Επίρρημα

νικηφόρα

ο πόλεμος τελείωσε νικηφόρα για τα στρατεύματά μας

Κλιτικός τύπος επιθέτου

νικηφόρα θηλυκό και ουδέτερο του νικηφόρος

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του νικηφόρα
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νικηφόρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.