νεροπούλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεροπούλι τα νεροπούλια
      γενική
    αιτιατική το νεροπούλι τα νεροπούλια
     κλητική νεροπούλι νεροπούλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεροπούλι < νερο- + πουλ(ί) +

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.ɾoˈpu.li/

Ουσιαστικό

νεροπούλι ουδέτερο

Συγγενικά

  • νεροπούλα (θηλυκό)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.