ΚΝΕ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΚΝΕ : στους ορισμούς

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkne/

Συντομομορφή

ΚΝΕ θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο

  1. η οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ
    < Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας
  2. (γλώσσα) κοινή νεοελληνική γλώσσα
    < κοινή νεοελληνική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.