μπόσικα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπόσικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο μπόσικος

Ουσιαστικό

μπόσικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις

  • κρατάω τα μπόσικα: διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις, κρατάω πατινή

Μεταφράσεις

Ετυμολογία

μπόσικα < επίθετο μπόσικος

Επίρρημα

μπόσικα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.