μπόξερ

Νέα ελληνικά (el)

Σκύλος ράτσας μπόξερ.
Εσώρουχο μπόξερ.

Ετυμολογία

μπόξερ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Boxer ή αγγλική boxer

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbo.kseɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπόξερ
τονικό παρώνυμο: μποξέρ

Ουσιαστικό

μπόξερ ουδέτερο άκλιτο

  1. (θηλαστικό ζώο) ράτσα σωματώδους σκύλου, που αντιστοιχεί στο σώμα του πυγμάχου
  2. (ενδυμασία) τύπος ανδρικού εσώρουχου με σχήμα όπως τα σορτς
     δείτε και τη λέξη σώβρακο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.