μπρέικ ντάνσινγκ

Νέα ελληνικά (el)

Χορευτής του μπρέικ ντάνσινγκ.

Ετυμολογία

μπρέικ ντάνσινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική breakdancing / break dancing < break (σπάω, εδώ με τη σημασία «σπάσιμο του ρυθμού» ή γενικότερη, ή και μεταφορική σημασία) & dancing (χορός, ντάνσινγκ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbrei̯k ˈdansɪŋ/ κατά το αγγλικό /bɹeɪk dɑːnsɪŋ/

Ουσιαστικό

μπρέικ ντάνσινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • (χορός) είδος χορού των αφροαμερικανών νεαρών χορευτών του δρόμου της δεκαετίας του 1970, 1980 με χαρακτηριστικές κινήσεις, συχνά ακροβατικές
      Το μπρέικ ντάνσινγκ, το σκέιτμπόρντινγκ, το σέρφινγκ και η αναρρίχηση γίνονται Ολυμπιακά αθλήματα και ακολουθεί το πολ ντάνσινγκ
    "Αντιδράσεις για τα νέα Ολυμπιακά σπορ του «δρόμου» που εισήγαγε η ΔΟΕ" ethnos.gr 2019.06.26. πρόσβαση:2023.04.05.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.