ντάνσινγκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντάνσινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική dancing < dance (χορεύω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈdansɪŋ/ κατά το αγγλικό /dɑːnsɪŋ/
Ουσιαστικό
ντάνσινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (προφορικό, σπάνιο) ο χορός, ιδίως σε πολυλεκτικούς αγγλικούς όρους
- ※ Το μπρέικ ντάνσινγκ, το σκέιτμπόρντινγκ, το σέρφινγκ και η αναρρίχηση γίνονται Ολυμπιακά αθλήματα και ακολουθεί το πολ ντάνσινγκ (Αντιδράσεις για τα νέα Ολυμπιακά σπορ του «δρόμου» που εισήγαγε η ΔΟΕ ethnos.gr 2019.06.26. πρόσβαση:2023.04.05.)
Πολυλεκτικοί όροι
- μπρέικ ντάνσινγκ
- πολ ντάνσινγκ
Μεταφράσεις
ντάνσινγκ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.