μπουτίκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπουτίκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική boutique < παλαιά οξιτανική botica < λατινική apotheca < αρχαία ελληνική ἀποθήκη (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /buˈtik/

Ουσιαστικό

μπουτίκ θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.