μπουρλέσκο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το μπουρλέσκο
      γενική του μπουρλέσκου
    αιτιατική το μπουρλέσκο
     κλητική μπουρλέσκο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουρλέσκο < ιταλική burlesco

Ουσιαστικό

μπουρλέσκο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.