μπικουτί
Νέα ελληνικά (el)

τρία σύγχρονα μπικουτί
Ουσιαστικό
μπικουτί ουδέτερο άκλιτο και μπιγκουντί
- (κομμωτική) μικρό αντικείμενο (ραβδάκι, τσιμπιδάκι, ρολό, κ.α.) που χρησιμοποιείται στην κόμμωση για να τυλίγουν κάθε τούφα μαλλιών κατά τη διάρκεια του στεγνώματος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μπικουτί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.