μπικουτί

Νέα ελληνικά (el)

τρία σύγχρονα μπικουτί

Ετυμολογία

μπικουτί < γαλλική bigoudi με ανομοίωση των ηχηρών συμφώνων [g], [d] > [k], [t][1]

Ουσιαστικό

μπικουτί ουδέτερο άκλιτο και μπιγκουντί

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.