μπεκ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μπεκ
<
γαλλική
bec
Ουσιαστικό
μπεκ
ουδέτερο
άκλιτο
στενό
εξάρτημα
το οποίο χρησιμοποιείται για ρύθμιση της ταχύτητας (άρα και της πίεσης) υγρών και αερίων
πάλι βούλωσε το
μπεκ
της γκαζιέρας
Συγγενικά
μπεκάκι
Συνώνυμα
ακροφύσιο
εγχυτήρας
μπεκ
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
μπεκ
αγγλικά
:
nozzle
(en)
,
injector
(en)
γαλλικά
:
bec
(fr)
πολωνικά
:
dysza
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.