μπεκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπεκ < γαλλική bec

Ουσιαστικό

μπεκ ουδέτερο άκλιτο

  1. στενό εξάρτημα το οποίο χρησιμοποιείται για ρύθμιση της ταχύτητας (άρα και της πίεσης) υγρών και αερίων
    πάλι βούλωσε το μπεκ της γκαζιέρας

Συγγενικά

  • μπεκάκι

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.