μπαρμπεριάτικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μπαρμπεριάτικα
      γενική των μπαρμπεριάτικων
    αιτιατική τα μπαρμπεριάτικα
     κλητική μπαρμπεριάτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαρμπεριάτικα < μπαρμπέρης + -ιάτικα

Ουσιαστικό

μπαρμπεριάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 1635.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.