μπαρδόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαρδόν < παρντόν (< (άμεσο δάνειο) γαλλική pardon) με ηχηροποίηση [p] < [b][1] και με ειρωνική λόγια επίδραση [d] > [ð]

Προφορά

ΔΦΑ : /baɾˈðon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαρδόν

Επιφώνημα

μπαρδόν ουδέτερο άκλιτο

  • (ανεπίσημο, λαϊκότροπο) παραφθορά του παρντόν
      Λοιπὸννν να … σας ζητώ συγγνώμη ρὲ παιδιά. Μπαρδόν. … Τη μπάτισα τη φλούδα … Έπεσα έξω. Τι θὰ γίνει τώρα … θα … μου πάρετε το κεφάλι; Λοιπόν μπαρδόν
    Μενέλαος Λουντέμης, Οδός Αβύσσου Αριθμός 0 (Βιβλιοεκδοτική, 1962), σελ. 54
      Μπαρδόν, που δεν σηκώνομαι - είπεν ο Στανάς προς τον Τζανεράν, – αλλά βλέπεις σε τί χάλια είμαι, επέρασα φρικτήν νύκτα …
    Νικόλαος Ι. Σπανδωνής, Η Αθήνα μας. Σκηναί εκ του αθηναϊκού βίου, τόμ. 3, (Αθήνα, Γ.Δ. Φέξης, 1893), σελ. 211

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.