μπαγιατεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαγιατεύω < μεσαιωνική ελληνική μπαγιάτης + -εύω < τουρκική bayat

Ρήμα

μπαγιατεύω

  1. γίνομαι μπαγιάτικος, δεν είμαι πια φρέσκος, δεν έχω την ποιότητα (πχ την καλή γεύση, την υφή) που είχα
    τα παξιμάδια και τα μπισκότα δεν μπαγιατεύουν όπως το ψωμί
  2. (μεταφορικά) είμαι παλιός πια, όχι επίκαιρος (πχ για ειδήσεις)

Κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.