μπάρμπεκιου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπάρμπεκιου < αγγλική barbecue
Ένα σβηστό μπάρμπεκιου.

Ουσιαστικό

μπάρμπεκιου ουδέτερο άκλιτο

  1. συσκευή για υπαίθριο ψήσιμο, ψησταριά
  2. (συνεκδοχικά) το ψήσιμο φαγητού (και κυρίως κρέατος) σε τέτοια συσκευή
  3. (συνεκδοχικά) γεύμα που ψήθηκε σε τέτοια συσκευή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.