μοσχεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μοσχεύω < αρχαία ελληνική μοσχεύω < μόσχος + -εύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈsçe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐σχεύ‐ω
Μεταφράσεις
μοσχεύω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μοσχεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μοσχεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.