μοσχαράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μοσχαράκι | τα | μοσχαράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | μοσχαράκι | τα | μοσχαράκια |
| κλητική | μοσχαράκι | μοσχαράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοσχαράκι < υποκοριστικό ή χαϊδευτικό της λέξης μοσχάρι
Ουσιαστικό
μοσχαράκι ουδέτερο
- μικρό μοσχάρι (δείτε λέξη)
- το κρέας αυτού του ζώου ως φαγητό
- σήμερα θα φάμε μοσχαράκι κοκκινιστό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.