μορμολύκιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μορμολύκιον τὰ μορμολύκι
      γενική τοῦ μορμολυκίου τῶν μορμολυκίων
      δοτική τῷ μορμολυκί τοῖς μορμολυκίοις
    αιτιατική τὸ μορμολύκιον τὰ μορμολύκι
     κλητική ! μορμολύκιον μορμολύκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μορμολυκίω
γεν-δοτ τοῖν  μορμολυκίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μορμολύκιον <  δείτε τη λέξη μορμολυκεῖον

Ουσιαστικό

μορμολύκιον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.