μολυβώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μολυβώνω < μεσαιωνική ελληνική μολυβώνω[1] μολύβι + -ώνω

Ρήμα

μολυβώνω

  1. γράφω με μολύβι (χαράσσω γραμμές, μουντζουρώνω κ.λπ.)
  2. (ειδικότερα) καλύπτω, επενδύω ή σφραγίζω με μόλυβδο
    άλλες μορφές: μολυβδώνω

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. μολυβώνω -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.