μολυβώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μολυβώνω < μεσαιωνική ελληνική μολυβώνω[1] μολύβι + -ώνω
Ρήμα
μολυβώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μολυβώνω | μολύβωνα | θα μολυβώνω | να μολυβώνω | μολυβώνοντας | |
| β' ενικ. | μολυβώνεις | μολύβωνες | θα μολυβώνεις | να μολυβώνεις | μολύβωνε | |
| γ' ενικ. | μολυβώνει | μολύβωνε | θα μολυβώνει | να μολυβώνει | ||
| α' πληθ. | μολυβώνουμε | μολυβώναμε | θα μολυβώνουμε | να μολυβώνουμε | ||
| β' πληθ. | μολυβώνετε | μολυβώνατε | θα μολυβώνετε | να μολυβώνετε | μολυβώνετε | |
| γ' πληθ. | μολυβώνουν(ε) | μολύβωναν μολυβώναν(ε) |
θα μολυβώνουν(ε) | να μολυβώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μολύβωσα | θα μολυβώσω | να μολυβώσω | μολυβώσει | ||
| β' ενικ. | μολύβωσες | θα μολυβώσεις | να μολυβώσεις | μολύβωσε | ||
| γ' ενικ. | μολύβωσε | θα μολυβώσει | να μολυβώσει | |||
| α' πληθ. | μολυβώσαμε | θα μολυβώσουμε | να μολυβώσουμε | |||
| β' πληθ. | μολυβώσατε | θα μολυβώσετε | να μολυβώσετε | μολυβώστε | ||
| γ' πληθ. | μολύβωσαν μολυβώσαν(ε) |
θα μολυβώσουν(ε) | να μολυβώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μολυβώσει | είχα μολυβώσει | θα έχω μολυβώσει | να έχω μολυβώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μολυβώσει | είχες μολυβώσει | θα έχεις μολυβώσει | να έχεις μολυβώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μολυβώσει | είχε μολυβώσει | θα έχει μολυβώσει | να έχει μολυβώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μολυβώσει | είχαμε μολυβώσει | θα έχουμε μολυβώσει | να έχουμε μολυβώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μολυβώσει | είχατε μολυβώσει | θα έχετε μολυβώσει | να έχετε μολυβώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μολυβώσει | είχαν μολυβώσει | θα έχουν μολυβώσει | να έχουν μολυβώσει |
| |
Μεταφράσεις
μολυβώνω
|
|
- μολυβώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.