μιτροειδής βαλβίδα
Νέα ελληνικά (el)

αριθμός 7: μιτροειδής βαλβίδα
Ετυμολογία
- μιτροειδής βαλβίδα < → δείτε τις λέξεις μιτροειδής, μίτρα και βαλβίδα
Πολυλεκτικός όρος
μιτροειδής βαλβίδα θηλυκό
- καρδιά
- βαλβίδα (καρδιάς)
- θάλαμος
- κοιλία
-
μιτροειδής βαλβίδα στη Βικιπαίδεια

-
καρδιά στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.