μισοτιμής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μισοτιμής < μισο- (<μισός) + τιμ(ή) + -ής

Επίρρημα

μισοτιμής

  1. στη μισή από την κανονική αξία
  2. (μεταφορικά) πάρα πολύ φτηνά, σχεδόν τζάμπα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.