μισοξενώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μισοξενώ < ελληνιστική κοινή μισόξενος + -ώ < αρχαία ελληνική μῖσος + ξένος
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μισοξενώ | μισοξενούσα | θα μισοξενώ | να μισοξενώ | μισοξενώντας | |
| β' ενικ. | μισοξενείς | μισοξενούσες | θα μισοξενείς | να μισοξενείς | (μισοξένει) | |
| γ' ενικ. | μισοξενεί | μισοξενούσε | θα μισοξενεί | να μισοξενεί | ||
| α' πληθ. | μισοξενούμε | μισοξενούσαμε | θα μισοξενούμε | να μισοξενούμε | ||
| β' πληθ. | μισοξενείτε | μισοξενούσατε | θα μισοξενείτε | να μισοξενείτε | μισοξενείτε | |
| γ' πληθ. | μισοξενούν(ε) | μισοξενούσαν(ε) | θα μισοξενούν(ε) | να μισοξενούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μισοξένησα | θα μισοξενήσω | να μισοξενήσω | μισοξενήσει | ||
| β' ενικ. | μισοξένησες | θα μισοξενήσεις | να μισοξενήσεις | μισοξένησε | ||
| γ' ενικ. | μισοξένησε | θα μισοξενήσει | να μισοξενήσει | |||
| α' πληθ. | μισοξενήσαμε | θα μισοξενήσουμε | να μισοξενήσουμε | |||
| β' πληθ. | μισοξενήσατε | θα μισοξενήσετε | να μισοξενήσετε | μισοξενήστε | ||
| γ' πληθ. | μισοξένησαν μισοξενήσαν(ε) |
θα μισοξενήσουν(ε) | να μισοξενήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μισοξενήσει | είχα μισοξενήσει | θα έχω μισοξενήσει | να έχω μισοξενήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μισοξενήσει | είχες μισοξενήσει | θα έχεις μισοξενήσει | να έχεις μισοξενήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μισοξενήσει | είχε μισοξενήσει | θα έχει μισοξενήσει | να έχει μισοξενήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μισοξενήσει | είχαμε μισοξενήσει | θα έχουμε μισοξενήσει | να έχουμε μισοξενήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μισοξενήσει | είχατε μισοξενήσει | θα έχετε μισοξενήσει | να έχετε μισοξενήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μισοξενήσει | είχαν μισοξενήσει | θα έχουν μισοξενήσει | να έχουν μισοξενήσει |
| |
Μεταφράσεις
μισοξενώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.