μεταλλάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταλλάσσομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
μεταλλάσσομαι, πρτ.: μεταλλασσόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταλλαχτώ, αόρ.: μεταλλάχτηκα, μτχ.π.π.: μεταλλαγμένος
- υφίσταμαι μετάλλαξη
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταλλάσσομαι | μεταλλασσόμουν(α) | θα μεταλλάσσομαι | να μεταλλάσσομαι | ||
| β' ενικ. | μεταλλάσσεσαι | μεταλλασσόσουν(α) | θα μεταλλάσσεσαι | να μεταλλάσσεσαι | (μεταλλάσσου) | |
| γ' ενικ. | μεταλλάσσεται | μεταλλασσόταν(ε) | θα μεταλλάσσεται | να μεταλλάσσεται | ||
| α' πληθ. | μεταλλασσόμαστε | μεταλλασσόμαστε μεταλλασσόμασταν |
θα μεταλλασσόμαστε | να μεταλλασσόμαστε | ||
| β' πληθ. | μεταλλάσσεστε | μεταλλασσόσαστε μεταλλασσόσασταν |
θα μεταλλάσσεστε | να μεταλλάσσεστε | (μεταλλάσσεστε) | |
| γ' πληθ. | μεταλλάσσονται | μεταλλάσσονταν μεταλλασσόντουσαν |
θα μεταλλάσσονται | να μεταλλάσσονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταλλάχτηκα | θα μεταλλαχτώ | να μεταλλαχτώ | μεταλλαχτεί | ||
| β' ενικ. | μεταλλάχτηκες | θα μεταλλαχτείς | να μεταλλαχτείς | μεταλλάξου | ||
| γ' ενικ. | μεταλλάχτηκε | θα μεταλλαχτεί | να μεταλλαχτεί | |||
| α' πληθ. | μεταλλαχτήκαμε | θα μεταλλαχτούμε | να μεταλλαχτούμε | |||
| β' πληθ. | μεταλλαχτήκατε | θα μεταλλαχτείτε | να μεταλλαχτείτε | μεταλλαχτείτε | ||
| γ' πληθ. | μεταλλάχτηκαν μεταλλαχτήκαν(ε) |
θα μεταλλαχτούν(ε) | να μεταλλαχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μεταλλαχτεί | είχα μεταλλαχτεί | θα έχω μεταλλαχτεί | να έχω μεταλλαχτεί | μεταλλαγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μεταλλαχτεί | είχες μεταλλαχτεί | θα έχεις μεταλλαχτεί | να έχεις μεταλλαχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταλλαχτεί | είχε μεταλλαχτεί | θα έχει μεταλλαχτεί | να έχει μεταλλαχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταλλαχτεί | είχαμε μεταλλαχτεί | θα έχουμε μεταλλαχτεί | να έχουμε μεταλλαχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταλλαχτεί | είχατε μεταλλαχτεί | θα έχετε μεταλλαχτεί | να έχετε μεταλλαχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταλλαχτεί | είχαν μεταλλαχτεί | θα έχουν μεταλλαχτεί | να έχουν μεταλλαχτεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.