μεταλλάσσομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταλλάσσομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μεταλλάσσομαι, πρτ.: μεταλλασσόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταλλαχτώ, αόρ.: μεταλλάχτηκα, μτχ.π.π.: μεταλλαγμένος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.