μεταγλωττίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μεταγλωττίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταγλωττίζω
  2. θα μεταγλωττίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταγλωττίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μεταγλωττίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταγλώττιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.