μετέρχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μετέρχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετέρχομαι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈteɾ.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετέρχομαι

Ρήμα

μετέρχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. ασκώ (ένα επάγγελμα)
  2. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
    μετέρχομαι όλες τις μεθόδους στη διάθεσή μου, για την επίτευξη των επιθυμιών μου
    μετήλθα κάθε μέσο, για την επίτευξη της συμφωνίας

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.